αιμοληψία

αιμοληψία
η
(ιατρ.), το πάρσιμο αίματος από υγιή για μετάγγιση ή από άρρωστο για ανάλυση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αιμοληψία — η Ιατρ. η λήψη αίματος συνήθως από τις φλέβες τής καμπής τού αγκώνα, για εξέταση ή αιμοδοσία. [ΕΤΥΜΟΛ. αίμα + λήψη < λαμβάνω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”